- συλλογιστικώς
- Αεπίρρ. βλ. συλλογιστικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συλλογιστικῶς — συλλογιστικός inferential adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογιστικός — ή, ό / συλλογιστικός, ή, όν, ΝΜΑ [συλλογίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συλλογισμό ή που γίνεται με συλλογισμό (α. «συλλογιστικός τρόπος» β. «συλλογιστικοὶ σύνδεσμοι», Δίον. Θρ. γ. «ἀπόδειξις λόγος συλλογιστικὸς ἀληθής», Πλάτ.) 2. φρ … Dictionary of Greek